ἄλογ'

ἄλογ'
ἄλογα , ἄλογος
without
neut nom/voc/acc pl
ἄλογε , ἄλογος
without
masc/fem voc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • καμπανάρης — και καμπανάρος, ο (Μ καμπανάρης) 1. κωδωνοκρούστης, ιδίως μοναστηριού 2. γεν. νεωκόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < καμπάνα + κατάλ. άρης*, πρβλ. αλογ άρης, τραπεζ άρης ο τ. καμπανάρος από μεταπλασμό τού καμπανάρης κατά τα ουσ. σε ος] …   Dictionary of Greek

  • κοτήσιος — α, ο αυτός που προέρχεται από κότα («κοτήσια αβγά»). [ΕΤΥΜΟΛ. < κότα + κατάλ. ήσιος (πρβλ. αλογ ήσιος, αρν ήσιος)] …   Dictionary of Greek

  • φιδήσιος — α, ο, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο φίδι 2. μτφ. α) λεπτός και ευλύγιστος σαν φίδι («φιδήσιο κορμί») β) ελικοειδής («φιδήσιος δρόμος»). [ΕΤΥΜΟΛ. < φίδι + κατάλ. ήσιος (πρβλ. αλογ ήσιος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”